Ιωάννης Καππαδόκης

Ιωάννης Καππαδόκης
(6ος αι.).Ανώτερος οικονομικός υπάλληλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κατά τα χρόνια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού (527-565) κατέλαβε το αξίωμα του υπάρχου (praefectus praetorio), το οποίο του έδινε ουσιαστικά τη δυνατότητα να διοικεί ολόκληρο το κράτος. Μολονότι δεν διέθετε ιδιαίτερη μόρφωση, υπήρξε ένας από τους πολυτιμότερους συνεργάτες του Ιουστινιανού, γιατί εφαρμόζοντας μια σκληρή οικονομική πολιτική εξασφάλιζε στον αυτοκράτορα τους τεράστιους πόρους που ήταν απαραίτητοι για την πραγματοποίηση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του. Η δυσβάσταχτη φορολογία που επέβαλε στον λαό υπήρξε μία από τις αιτίες που προκάλεσαν τη Στάση του Νίκα (532) και δυνάμωσαν το αίτημα των πολιτών για την απομάκρυνση του Ι. Η Θεοδώρα, σύζυγος του Ιουστινιανού, κατόρθωσε να κατηγορηθεί ο I. για συνωμοσία (541) και να εξοριστεί, ενώ λίγο αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… …   Dictionary of Greek

  • ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”